- συννάξαντες
- συννάσσωpack tight togetheraor part act masc nom/voc plσυννάσσωpack tight togetheraor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννάσσω — Α συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον», Ηρόδ. β. «πηγαῑς... συνεναγμένον ὕδωρ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek